-
1 σπιλάς
σπιλάς, άδος, ἡ, ein Felsen, oder, am Meere, eine Klippe; νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα, Od. 3, 298; ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν, σπιλάδες τε πάγοι τε, 5, 405; τυφλαί, Gaetul. 7 (VII, 275); πρὸς ταῖς σπιλάσι καταγνύμενα σκάφη, Pol. 1, 37, 2; übh. vorragender Berg, Felsenhöhle. – Adj., γῆ σπιλάς, Thonerde; bei Soph. Tr. 678 ohne γῆ, thönernes Estrich, Theophr.
См. также в других словарях:
σπιλάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. παράκτιος ή παρόχθιος βράχος διαβρωμένος από το νερό (α. «ῥεῑθρον ἀπὸ σπιλάδων», Θεόκρ. β. «νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα», Ομ. Οδ.) 2. πέτρα, πλάκα («κατ ἄκρας σπιλάδος», Σοφ.) 3. κοίλος βράχος, σπήλαιο 4. ως επίθ.… … Dictionary of Greek